- ξάστερος
- η , ο1) ясный, чистый, звёздный (о небе); 2) чистый, прозрачный (о воде, стекле); 3) перен. ясный, открытый, откровенный, искренний;
ξάστερη ματιά — открытый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάστερη ματιά — открытый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάστερος — ξάστερος, η, ο και ξέστερος, η, ο 1. ο χωρίς σύννεφα, ο έναστρος, ο αίθριος: Ξάστερος ουρανός. – Ξάστερη νύχτα. 2. καθαρός, άδολος, ανυπόκριτος, ειλικρινής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξάστερος — και ξέστερος, η, ο 1. (για τον ουρανό) έναστρος ή ανέφελος, αίθριος 2. διαυγής, καθαρός 3. μτφ. ειλικρινής, άδολος, σαφής. επίρρ... ξάστερα και ξέστερα 1. καθαρά, σαφώς 2. χωρίς υποκρισία, ειλικρινά, ανυπόκριτα, σταράτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… … Dictionary of Greek
ξαστερώνω — και ξεστερώνω [ξάστερος] 1. (για τον ουρανό) γίνομαι αίθριος και έναστρος, αιθριάζω 2. γίνομαι διαυγής, ξάστερος, καθαρός … Dictionary of Greek
ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός … Dictionary of Greek
δίαιθρος — δίαιθρος, ον (Α) [αίθρη] ξάστερος, ανέφελος, αίθριος … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
κεχριμπαρής — ιά, ί [κεχριμπάρι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού, τού ήλεκτρου 2. διαυγής, ξάστερος … Dictionary of Greek
ξάστερα — και ξέστερα επιρρ. βλ. ξάστερος … Dictionary of Greek
ξέστερος — η, ο βλ. ξάστερος … Dictionary of Greek
ξαστεριά — και ξεστεριά, η [ξάστερος] η κατάσταση τού έναστρου ή ανέφελου ουρανού, η αιθρία («πότε θα κάνει ξαστεριά...») … Dictionary of Greek